- νωθρός
- -ή, -ό (ΑΜ νωθρός, -ά, -όν)1. βραδυκίνητος, οκνηρός, χαύνος2. ανόητος, βραδύνους («νωθροί πως ἀπαντῶσι περὶ τὰς μαθήσεις», Πλάτ.)αρχ.1. (για τις αισθήσεις) αμβλύς («ἐπεὶ νωθροὶ γεγόνατε ταῑς ἀκοαῑς», ΚΔ)2. μικρός, ανίσχυρος3. αυτός που κάνει κάποιον οκνηρό.επίρρ...νωθρώς και -ά (ΑΜ νωθρῶς, Α και νωθρά)1. με δυσκίνητο τρόπο, χαλαρά, με χαυνότητα2. με ανόητο τρόπο, βλακωδώςαρχ.1. βαθμηδόν και ήρεμα2. ηδυπαθώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < νωθής* «οκνηρός, βραδύνους» + επίθημα -ρός (πρβλ. νέκυς: νεκρός)].
Dictionary of Greek. 2013.